ἐκκεντρότης

ἐκκεντρότης
ἐκκεντρότης
eccentricity
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐκκεντροτήτων — ἐκκεντρότης eccentricity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεντρότητα — ἐκκεντρότης eccentricity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεντρότητας — ἐκκεντρότης eccentricity fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεντρότητος — ἐκκεντρότης eccentricity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”